Φλογισμένος στα δανικά
Μετάφραση: φλογισμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
øm, ømme, ondt, ondt i, ømt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φλογισμένος
φλογισμένος λεξικό γλώσσας δανικά, φλογισμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- φλογερά στα δανικά - brændende, glødende, inderligt, ivrigt, ardently
- φλογερός στα δανικά - fyrig, brændende, fiery, flammende, gloende
- φλοιός στα δανικά - bjæffe, bark, gø, gøen, barken, bark som
- φλομώνω στα δανικά - flomono
Τυχαίες λέξεις
Φλογισμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: øm, ømme, ondt, ondt i, ømt
Μεταφράσεις: øm, ømme, ondt, ondt i, ømt