Χειραφέτηση στα βουλγαρικά
Μετάφραση: χειραφέτηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
еманципация, освобождение, еманципацията, освобождаване, еманципацията на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση
χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, χειραφέτηση στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- χειρίζομαι στα βουλγαρικά - дръжка, ръкохватка, справят, се справят, се справи
- χειραγωγία στα βουλγαρικά - манипулатор, манипулаторната, на манипулатор, манипулатор на
- χειραφετώ στα βουλγαρικά - освобождава, освобождавам, давам политически права на, давам права на
- χειρισμός στα βουλγαρικά - манипулация, манипулиране, манипулиране на, манипулации, манипулирането
Τυχαίες λέξεις
Χειραφέτηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: еманципация, освобождение, еманципацията, освобождаване, еманципацията на
Μεταφράσεις: еманципация, освобождение, еманципацията, освобождаване, еманципацията на