Χειραφέτηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: χειραφέτηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontslag, bevrijding, emancipatie, de emancipatie, ontvoogding
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση
χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χειραφέτηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χειρίζομαι στα ολλανδικά - kruk, toedienen, hengsel, steel, dirigeren, handvat, beheren, ...
- χειραγωγία στα ολλανδικά - raad, aanraden, advies, raadgeving, adviseren, manipulator, robot, ...
- χειραφετώ στα ολλανδικά - vrij maken, verkiezingen te laten deelnemen, het kiesrecht geven aan
- χειρισμός στα ολλανδικά - manipulatie, manipuleren, manipulaties, manipulatie van, de manipulatie
Τυχαίες λέξεις
Χειραφέτηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontslag, bevrijding, emancipatie, de emancipatie, ontvoogding
Μεταφράσεις: ontslag, bevrijding, emancipatie, de emancipatie, ontvoogding