Χειραφέτηση στα τούρκικα
Μετάφραση: χειραφέτηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azat etme, kurtuluşu, özgürleşme, kurtuluş, özgürleşmesi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση
χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, χειραφέτηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- χειρίζομαι στα τούρκικα - kulp, ellemek, sap, işlemek, ele, idare, işleyebilir, ...
- χειραγωγία στα τούρκικα - nasihat, rehberlik, öğüt, manipülatör, manipülatörü, manipulator, manipulatör, ...
- χειραφετώ στα τούρκικα - azat etmek, enfranchise, hak tanımak, azat, bu hakkı
- χειρισμός στα τούρκικα - hile, manipülasyon, işleme, manipülasyonu, düzenleme
Τυχαίες λέξεις
Χειραφέτηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: azat etme, kurtuluşu, özgürleşme, kurtuluş, özgürleşmesi
Μεταφράσεις: azat etme, kurtuluşu, özgürleşme, kurtuluş, özgürleşmesi