Χειραφέτηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: χειραφέτηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
despedimento, alforria, libertação, emancipação, a emancipação, de emancipação
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση
χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, χειραφέτηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- χειρίζομαι στα πορτογαλικά - lenço, dirigir, administrar, governar, guiar, manusear, punho, ...
- χειραγωγία στα πορτογαλικά - conselho, aconselhar, persuadir, manipulador, manipulador de, manipuladora, manipulator, ...
- χειραφετώ στα πορτογαλικά - emanar, emancipar, enfranchise, libertar
- χειρισμός στα πορτογαλικά - manipulação, manipulação de, a manipulação, de manipulação, manipulações
Τυχαίες λέξεις
Χειραφέτηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: despedimento, alforria, libertação, emancipação, a emancipação, de emancipação
Μεταφράσεις: despedimento, alforria, libertação, emancipação, a emancipação, de emancipação