Χειραφέτηση στα ισλανδικά
Μετάφραση: χειραφέτηση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Emancipation
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση
χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, χειραφέτηση στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- χειρίζομαι στα ισλανδικά - handfang, eyra, skaft, höndla, séð, takast, annast, ...
- χειραγωγία στα ισλανδικά - leiðsaga, manipulator
- χειραφετώ στα ισλανδικά - enfranchise
- χειρισμός στα ισλανδικά - meðferð, sýsla, að sýsla, fölsun, handfjötlun
Τυχαίες λέξεις
Χειραφέτηση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Emancipation
Μεταφράσεις: Emancipation