Χειραφέτηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: χειραφέτηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
визволення, звільнення, емансипація
Χειραφέτηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση

χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, χειραφέτηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • χειρίζομαι στα ουκρανικά - поводитися, сортувати, вістки, залицятися, обробляти, опрацьовувати
  • χειραγωγία στα ουκρανικά - керівництво, маніпулятор, манипулятор
  • χειραφετώ στα ουκρανικά - емансипуйте, визволяти, звільняти, емансипований, звільнятимуть
  • χειρισμός στα ουκρανικά - маніпулювання, маніпуляція
Τυχαίες λέξεις
Χειραφέτηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: визволення, звільнення, емансипація