Χειραφέτηση στα δανικά
Μετάφραση: χειραφέτηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frigørelse, emancipation, befrielse, frigørelsen, emancipationen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραφέτηση
χειραφέτηση συνώνυμο, χειραφέτηση ορισμός, χειραφέτηση της γυναίκας, χειραφέτηση γυναικας, χειραφέτηση αντώνυμο, χειραφέτηση λεξικό γλώσσας δανικά, χειραφέτηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- χειρίζομαι στα δανικά - hank, skaft, behandle, håndtag, håndtere, at håndtere, håndterer, ...
- χειραγωγία στα δανικά - manipulator, manipulatoren, manipulatorens, manipulatoren ved
- χειραφετώ στα δανικά - enfranchise
- χειρισμός στα δανικά - manipulation, manipulering, håndtering, manipulere
Τυχαίες λέξεις
Χειραφέτηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frigørelse, emancipation, befrielse, frigørelsen, emancipationen
Μεταφράσεις: frigørelse, emancipation, befrielse, frigørelsen, emancipationen