Αναχρονιστικός στα γαλλικά
Μετάφραση: αναχρονιστικός, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anachronique, anachroniques, anachronisme, un anachronisme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναχρονιστικός
αναχρονιστικός ορισμός, αναχρονιστικός συνώνυμο, αναχρονιστικός συνώνυμα, αναχρονιστικός λεξικό γλώσσας γαλλικά, αναχρονιστικός στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- αναχαράζω στα γαλλικά - ruminer, méditer, remâcher, raisonner, spéculer, contempler, anacharazo
- αναχρονισμός στα γαλλικά - anachronisme, anachronique, l'anachronisme
- αναχώρηση στα γαλλικά - déviation, divergence, sortie, départ, disparition, retraite, envol, ...
- αναψυχή στα γαλλικά - amusement, dérivatif, repos, divertissement, récréation, dissension, dispersion, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναχρονιστικός στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: anachronique, anachroniques, anachronisme, un anachronisme
Μεταφράσεις: anachronique, anachroniques, anachronisme, un anachronisme