Αναχρονιστικός στα γερμανικά
Μετάφραση: αναχρονιστικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anachronistisch, anachronistischen, anachronistische, Anachronismus, anachronistischer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναχρονιστικός
αναχρονιστικός ορισμός, αναχρονιστικός συνώνυμο, αναχρονιστικός συνώνυμα, αναχρονιστικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, αναχρονιστικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αναχαράζω στα γερμανικά - meditieren, nachdenken, überlegen, anacharazo
- αναχρονισμός στα γερμανικά - anachronismus, Anachronismus, anachronistisch, anachronism, Anachronismus zu
- αναχώρηση στα γερμανικά - abweichung, abflug, abzug, ausreise, abreise, start, abgang, ...
- αναψυχή στα γερμανικά - ablenkung, wiederherstellung, zerstreuung, verstörtheit, erholung, Erholung, Entspannung, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναχρονιστικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: anachronistisch, anachronistischen, anachronistische, Anachronismus, anachronistischer
Μεταφράσεις: anachronistisch, anachronistischen, anachronistische, Anachronismus, anachronistischer