Αναχρονιστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αναχρονιστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
anachronistisch, anachronistische, anachronisme, een anachronisme, achterhaalde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναχρονιστικός
αναχρονιστικός ορισμός, αναχρονιστικός συνώνυμο, αναχρονιστικός συνώνυμα, αναχρονιστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναχρονιστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναχαράζω στα ολλανδικά - peinzen, anacharazo
- αναχρονισμός στα ολλανδικά - anachronisme, anachronistisch, anachronism, anachronisme is, anachronisme zijn
- αναχώρηση στα ολλανδικά - vertrek, uittocht, afvaart, afrit, vertrekdatum, verblijf, het vertrek, ...
- αναψυχή στα ολλανδικά - verzet, vermaak, afleiding, ontspanning, recreatie, recreatiegebied, vrije tijd, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναχρονιστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: anachronistisch, anachronistische, anachronisme, een anachronisme, achterhaalde
Μεταφράσεις: anachronistisch, anachronistische, anachronisme, een anachronisme, achterhaalde