Αναχρονιστικός στα τσεχικά
Μετάφραση: αναχρονιστικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
anachronický, anachronické, anachronická, anachronismus, anachronismem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναχρονιστικός
αναχρονιστικός ορισμός, αναχρονιστικός συνώνυμο, αναχρονιστικός συνώνυμα, αναχρονιστικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, αναχρονιστικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αναχαράζω στα τσεχικά - přežvykovat, přemýšlet, hloubat, přemítat, uvažovat, anacharazo
- αναχρονισμός στα τσεχικά - anachronismus, přežitek, anachronismem, přežitkem
- αναχώρηση στα τσεχικά - výjezd, výstup, odchod, odjezd, odlet, odjezdu, odjezdu Počet
- αναψυχή στα τσεχικά - vyrušení, obveselení, neshoda, zmatek, odpočinek, osvěžení, kratochvíle, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναχρονιστικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: anachronický, anachronické, anachronická, anachronismus, anachronismem
Μεταφράσεις: anachronický, anachronické, anachronická, anachronismus, anachronismem