Γυναίκα στα τούρκικα

Μετάφραση: γυναίκα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karı, ayal, hanım, eş, kadın, kadin, kadının, bir kadın
Γυναίκα στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γυναίκα

γυναίκα υδροχόος, γυναίκα καββαδίας, γυναίκα τοξότης, γυναίκα δίδυμος, γυναίκα σκορπιός, γυναίκα λεξικό γλώσσας τούρκικα, γυναίκα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γυμνός στα τούρκικα - açık, çıplak, temiz, çıplak bir, naked, çırılçıplak
  • γυμνώνω στα τούρκικα - şerit, soyunmak, çıplak, bare, yalın, açık
  • γυρίζω στα τούρκικα - dönüş, kazanç, saptırmak, veer, in istikamet değiştirmesi, döndürmek, istikamet değiştirmesi
  • γωνία στα τούρκικα - hücre, açı, köşe, açısı, açılı, açısının, aç
Τυχαίες λέξεις
Γυναίκα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: karı, ayal, hanım, eş, kadın, kadin, kadının, bir kadın