Γυναίκα στα ουκρανικά
Μετάφραση: γυναίκα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
володіє, вовки, жінка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυναίκα
γυναίκα υδροχόος, γυναίκα καββαδίας, γυναίκα τοξότης, γυναίκα δίδυμος, γυναίκα σκορπιός, γυναίκα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γυναίκα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γυμνός στα ουκρανικά - абсолютний, голий, оголений, роздягнутий, холодна, зимний, беззахисний, ...
- γυμνώνω στα ουκρανικά - здирати, здерти, голий, голе, гола
- γυρίζω στα ουκρανικά - вина, провина, регрес, віна, труїти, цькувати, травити, ...
- γωνία στα ουκρανικά - глухе, ситуація, закуток, косинець, положення, завулок, кут, ...
Τυχαίες λέξεις
Γυναίκα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: володіє, вовки, жінка
Μεταφράσεις: володіє, вовки, жінка