Γυναίκα στα δανικά
Μετάφραση: γυναίκα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hustru, kone, kvinde, kvinden, woman
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυναίκα
γυναίκα υδροχόος, γυναίκα καββαδίας, γυναίκα τοξότης, γυναίκα δίδυμος, γυναίκα σκορπιός, γυναίκα λεξικό γλώσσας δανικά, γυναίκα στα δανικά
Μεταφράσεις
- γυμνός στα δανικά - nøgen, mørk, kold, bar, nøgne, blotte, åben, ...
- γυμνώνω στα δανικά - nøgne, bare, byggemodnede, bar
- γυρίζω στα δανικά - indkomst, Veer, hælder, dreje til, hvad meget forskellige
- γωνία στα δανικά - hjørne, vinkel, afkrog, vinklen, vinkler, vinkel i
Τυχαίες λέξεις
Γυναίκα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hustru, kone, kvinde, kvinden, woman
Μεταφράσεις: hustru, kone, kvinde, kvinden, woman