Γυναίκα στα λευκορωσικά

Μετάφραση: γυναίκα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жонка, жанчына
Γυναίκα στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γυναίκα

γυναίκα υδροχόος, γυναίκα καββαδίας, γυναίκα τοξότης, γυναίκα δίδυμος, γυναίκα σκορπιός, γυναίκα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, γυναίκα στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • γυμνός στα λευκορωσικά - голы, голае, голым
  • γυμνώνω στα λευκορωσικά - голы, голае, голым
  • γυρίζω στα λευκορωσικά - адбыцца, цкаваць, труціць, травіць, атручваць, вынішчаць
  • γωνία στα λευκορωσικά - кут, вугал, куток, рог
Τυχαίες λέξεις
Γυναίκα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: жонка, жанчына