Δυσαρέσκεια στα γαλλικά

Μετάφραση: δυσαρέσκεια, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déplaisir, inimitié, indignation, contrariété, courroux, mécontentement, ennui, désagrément, hostilité, dam, mécontent, colère
Δυσαρέσκεια στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσαρέσκεια

δυσαρέσκεια συνώνυμο, δυσαρέσκεια in english, δυσαρέσκεια ορισμόσ, δυσαρέσκεια στα αγγλικα, δυσαρέσκεια λεξικό γλώσσας γαλλικά, δυσαρέσκεια στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • δυσάρεστος στα γαλλικά - maussade, désagréable, déplaisant, contrariant, rébarbatif, fâcheux, antipathique, ...
  • δυσανάγνωστος στα γαλλικά - indéchiffrable, illisible, illisibles, lisible
  • δυσαρεστώ στα γαλλικά - mécontenter, déplaire, agacer, mécontentez, déplaisez, mécontentent, mécontentons, ...
  • δυσεπίλυτος στα γαλλικά - compliqué, ardu, noueux, épineux, inextricable, problématique, entortillé, ...
Τυχαίες λέξεις
Δυσαρέσκεια στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: déplaisir, inimitié, indignation, contrariété, courroux, mécontentement, ennui, désagrément, hostilité, dam, mécontent, colère