Δυσαρέσκεια στα ολλανδικά

Μετάφραση: δυσαρέσκεια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
misnoegen, ongenoegen, ongenoegen van, ontevredenheid, onlust
Δυσαρέσκεια στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσαρέσκεια

δυσαρέσκεια συνώνυμο, δυσαρέσκεια in english, δυσαρέσκεια ορισμόσ, δυσαρέσκεια στα αγγλικα, δυσαρέσκεια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δυσαρέσκεια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δυσάρεστος στα ολλανδικά - onaardig, onaangenaam, onplezierig, honds, nurks, bars, nors, ...
  • δυσανάγνωστος στα ολλανδικά - onleesbaar, onleesbare, onleesbaar is, leesbaar, onleesbaar zijn
  • δυσαρεστώ στα ολλανδικά - mishagen, kwaad zijn, te mishagen, ergeren, displease
  • δυσεπίλυτος στα ολλανδικά - ingewikkeld, verward, onhandelbaar, hardnekkige, hardnekkig, onhandelbare, onbehandelbare
Τυχαίες λέξεις
Δυσαρέσκεια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: misnoegen, ongenoegen, ongenoegen van, ontevredenheid, onlust