Κατοικία στα γαλλικά
Μετάφραση: κατοικία, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
demeure, logis, habitation, domicile, siège, résidence, séjour, maison, maison de, la maison, house, chambre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικία
κατοικία νετ, κατοικία και διακόσμηση, κατοικία wikipedia, κατοικία ιστορική εξέλιξη, κατοικία real estate χαρά γεωργακοπούλου, κατοικία λεξικό γλώσσας γαλλικά, κατοικία στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- κατηφορίζω στα γαλλικά - pente, tendance, coteau, propension, chute, berge, déclivité, ...
- κατοικήσιμος στα γαλλικά - résidentiel, logeable, habitable, habitables, habitable de
- κατοικίδιος στα γαλλικά - indigène, ménager, intérieur, familier, domestique, maison, famille, ...
- κατοικημένος στα γαλλικά - habitable, résidentiel, résidentielle, résidentiels, résidences, habitation
Τυχαίες λέξεις
Κατοικία στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: demeure, logis, habitation, domicile, siège, résidence, séjour, maison, maison de, la maison, house, chambre
Μεταφράσεις: demeure, logis, habitation, domicile, siège, résidence, séjour, maison, maison de, la maison, house, chambre