Κατοικία στα τσεχικά
Μετάφραση: κατοικία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sídlo, příbytek, pobyt, rezidence, bydliště, house, dům, domu, dům na, apartmány
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικία
κατοικία νετ, κατοικία και διακόσμηση, κατοικία wikipedia, κατοικία ιστορική εξέλιξη, κατοικία real estate χαρά γεωργακοπούλου, κατοικία λεξικό γλώσσας τσεχικά, κατοικία στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- κατηφορίζω στα τσεχικά - sklánět, sklon, spád, sjezd, stráň, zešikmení, naklonění, ...
- κατοικήσιμος στα τσεχικά - obyvatelný, obytný, obytná, obyvatelné, obyvatelná, obytné
- κατοικίδιος στα τσεχικά - domácký, tuzemský, sluha, vnitrostátní, domácí, rodina, ochočený, ...
- κατοικημένος στα τσεχικά - obytný, sídelní, rezidenční, obytné, obytná, obytných
Τυχαίες λέξεις
Κατοικία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: sídlo, příbytek, pobyt, rezidence, bydliště, house, dům, domu, dům na, apartmány
Μεταφράσεις: sídlo, příbytek, pobyt, rezidence, bydliště, house, dům, domu, dům na, apartmány