Κατοικία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κατοικία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
domicílio, reservar, habitação, residência, lar, aposento, morada, casa, casa de, de casa, da casa
Κατοικία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικία

κατοικία νετ, κατοικία και διακόσμηση, κατοικία wikipedia, κατοικία ιστορική εξέλιξη, κατοικία real estate χαρά γεωργακοπούλου, κατοικία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κατοικία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατηφορίζω στα πορτογαλικά - declives, declive, ladeira, encosta, rampa, vertente, inclinação, ...
  • κατοικήσιμος στα πορτογαλικά - habitável, habitáveis, habitabilidade, habitável Preço, habitable
  • κατοικίδιος στα πορτογαλικά - doméstico, abóbada, domesticado, domesticada, Caseiro, domesticados, Domesticated
  • κατοικημένος στα πορτογαλικά - residencial, residential, residenciais, residências
Τυχαίες λέξεις
Κατοικία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: domicílio, reservar, habitação, residência, lar, aposento, morada, casa, casa de, de casa, da casa