Κατοικία στα ολλανδικά

Μετάφραση: κατοικία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woonplaats, domicilie, logies, onderkomen, woning, kwartier, huis, house, huis in
Κατοικία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικία

κατοικία νετ, κατοικία και διακόσμηση, κατοικία wikipedia, κατοικία ιστορική εξέλιξη, κατοικία real estate χαρά γεωργακοπούλου, κατοικία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κατοικία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατηφορίζω στα ολλανδικά - schuinte, glooiing, helling, bergaf, naar beneden gaan
  • κατοικήσιμος στα ολλανδικά - bewoonbaar, bewoonbare, de bewoonbare, woning, Gebouw netto
  • κατοικίδιος στα ολλανδικά - inlands, inheems, huiselijk, bediende, binnenlands, vertrouwd, tam, ...
  • κατοικημένος στα ολλανδικά - woon-, residentiële, woonwijken, in woonwijken, woonwijk
Τυχαίες λέξεις
Κατοικία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: woonplaats, domicilie, logies, onderkomen, woning, kwartier, huis, house, huis in