Κατοικία στα ισλανδικά

Μετάφραση: κατοικία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hús, húsið, Skipti, Skipti á, Íbúðir
Κατοικία στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοικία

κατοικία νετ, κατοικία και διακόσμηση, κατοικία wikipedia, κατοικία ιστορική εξέλιξη, κατοικία real estate χαρά γεωργακοπούλου, κατοικία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατοικία στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατηφορίζω στα ισλανδικά - hlíð, brekka, halli, halla, fara niður
  • κατοικήσιμος στα ισλανδικά - habitable, íbúðarhæfar, íbúðarhæfar svo
  • κατοικίδιος στα ισλανδικά - innlendur, temja
  • κατοικημένος στα ισλανδικά - íbúðabyggð, íbúðarhúsnæði, búsetu, íbúðar, íbúða
Τυχαίες λέξεις
Κατοικία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: hús, húsið, Skipti, Skipti á, Íbúðir