Κατοικία στα τούρκικα
Μετάφραση: κατοικία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ikametgâh, konut, ev, evi, house, Evleri, evin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατοικία
κατοικία νετ, κατοικία και διακόσμηση, κατοικία wikipedia, κατοικία ιστορική εξέλιξη, κατοικία real estate χαρά γεωργακοπούλου, κατοικία λεξικό γλώσσας τούρκικα, κατοικία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κατηφορίζω στα τούρκικα - yokuş, tepetaklak düşmek, başaşağı gitmek, yokuş aşağı gitmek, yokuş aşağı gitmeye, yokuş aşağı
- κατοικήσιμος στα τούρκικα - yaşanabilir, yaşanabilir bir, yaşanılabilir, oturulabilir
- κατοικίδιος στα τούρκικα - evcimen, evcil, evcilleştirilmiş, evcil bir, domesticated, Evcilleştirilen
- κατοικημένος στα τούρκικα - yerleşim, konut, bir yerleşim, Residential, ikamet
Τυχαίες λέξεις
Κατοικία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ikametgâh, konut, ev, evi, house, Evleri, evin
Μεταφράσεις: ikametgâh, konut, ev, evi, house, Evleri, evin