Μητέρα στα γαλλικά
Μετάφραση: μητέρα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maternel, matrice, mère, engendrer, la mère, maternelle, maman
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μητέρα
μητέρα τερέζα, μητέρα φάλαινα τυφλή, μητέρα του οδυσσέα, μητέρα τιμές, μητέρα μεγαλόψυχη, μητέρα λεξικό γλώσσας γαλλικά, μητέρα στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- μηνύω στα γαλλικά - actionnons, actionnent, actionnez, accuser, soudaineté, bespeak
- μηρός στα γαλλικά - gigots, cuisse, la cuisse, cuisses, de la cuisse
- μητριά στα γαλλικά - marâtre, beau-père, belle-mère, mère par remariage, la mère par remariage
- μητρικός στα γαλλικά - maternel, maternelle, maternels, de mère
Τυχαίες λέξεις
Μητέρα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: maternel, matrice, mère, engendrer, la mère, maternelle, maman
Μεταφράσεις: maternel, matrice, mère, engendrer, la mère, maternelle, maman