Μητέρα στα ολλανδικά
Μετάφραση: μητέρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ouder, moeder, verwekken, de moeder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μητέρα
μητέρα τερέζα, μητέρα φάλαινα τυφλή, μητέρα του οδυσσέα, μητέρα τιμές, μητέρα μεγαλόψυχη, μητέρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μητέρα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μηνύω στα ολλανδικά - bespeak
- μηρός στα ολλανδικά - bovenbeen, dij, dijbeen, de dij, dijen
- μητριά στα ολλανδικά - stiefmoeder, de stiefmoeder, stiefmoeder van
- μητρικός στα ολλανδικά - moederlijk, moederlijke, motherly, moederliefde, de moederlijke
Τυχαίες λέξεις
Μητέρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ouder, moeder, verwekken, de moeder
Μεταφράσεις: ouder, moeder, verwekken, de moeder