Μητέρα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: μητέρα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mãe, matriz, a mãe, materna
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μητέρα
μητέρα τερέζα, μητέρα φάλαινα τυφλή, μητέρα του οδυσσέα, μητέρα τιμές, μητέρα μεγαλόψυχη, μητέρα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μητέρα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- μηνύω στα πορτογαλικά - evidenciar, pressagiar, dirigir a palavra a
- μηρός στα πορτογαλικά - coxa, ladrão, da coxa, coxas, na coxa, thigh
- μητριά στα πορτογαλικά - padrasto, madrasta, a madrasta
- μητρικός στα πορτογαλικά - maternal, materna, materno, maternais, de mãe
Τυχαίες λέξεις
Μητέρα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mãe, matriz, a mãe, materna
Μεταφράσεις: mãe, matriz, a mãe, materna