Μητέρα στα γερμανικά
Μετάφραση: μητέρα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mutter, muttertier, mater, zeugen, Mutter, die Mutter
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μητέρα
μητέρα τερέζα, μητέρα φάλαινα τυφλή, μητέρα του οδυσσέα, μητέρα τιμές, μητέρα μεγαλόψυχη, μητέρα λεξικό γλώσσας γερμανικά, μητέρα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- μηνύω στα γερμανικά - verraten, bespeak, erkennen lassen
- μηρός στα γερμανικά - schenkel, oberschenkel, Schenkel, Oberschenkel, Oberschenkels
- μητριά στα γερμανικά - stiefmutter, Stiefmutter, Stief, die Stiefmutter
- μητρικός στα γερμανικά - mütterlich, mütterlichen, mütterliche, mütterlicher, Mutter
Τυχαίες λέξεις
Μητέρα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: mutter, muttertier, mater, zeugen, Mutter, die Mutter
Μεταφράσεις: mutter, muttertier, mater, zeugen, Mutter, die Mutter