Μητέρα στα δανικά
Μετάφραση: μητέρα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
moder, mor, moderen, moderens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μητέρα
μητέρα τερέζα, μητέρα φάλαινα τυφλή, μητέρα του οδυσσέα, μητέρα τιμές, μητέρα μεγαλόψυχη, μητέρα λεξικό γλώσσας δανικά, μητέρα στα δανικά
Μεταφράσεις
- μηνύω στα δανικά - bespeak
- μηρός στα δανικά - lår, låret, af låret, på låret, Lænd
- μητριά στα δανικά - stedmor, stedmoder, stedmoderen, onde stedmor
- μητρικός στα δανικά - moderlige, moderlig, moderligt, motherly
Τυχαίες λέξεις
Μητέρα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: moder, mor, moderen, moderens
Μεταφράσεις: moder, mor, moderen, moderens