Τραυματισμένος στα γαλλικά
Μετάφραση: τραυματισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blessés, blessé, blessâmes, blessées, blessa, blessai, blessée, blessèrent, lésé, lésée
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τραυματισμένος
τραυματισμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, τραυματισμένος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- τραυματίζω στα γαλλικά - mal, blessons, meurtrir, détriment, offenser, plaie, enroulé, ...
- τραυματικός στα γαλλικά - traumatique, traumatisant, traumatisante, traumatiques
- τραυματισμός στα γαλλικά - blessure, blessent, meurtrir, blesser, enroulé, blessons, blessez, ...
- τραχεία στα γαλλικά - trachée, la trachée, de la trachée, trachéale
Τυχαίες λέξεις
Τραυματισμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: blessés, blessé, blessâmes, blessées, blessa, blessai, blessée, blessèrent, lésé, lésée
Μεταφράσεις: blessés, blessé, blessâmes, blessées, blessa, blessai, blessée, blessèrent, lésé, lésée