Αποδοκιμασία στα γερμανικά

Μετάφραση: αποδοκιμασία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungunst, Missbilligung, Ablehnung, Missfallen
Αποδοκιμασία στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοκιμασία

αποδοκιμασία αντώνυμο, αποδοκιμασία νταλάρα, αποδοκιμασία συνώνυμα, αποδοκιμασία λεξικό γλώσσας γερμανικά, αποδοκιμασία στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αποδημώ στα γερμανικά - übertragen, auswandern, abwandern, emigrieren, transportieren, wandern, auszuwandern, ...
  • αποδοκιμάζω στα γερμανικά - tadeln, missbilligen, ablehnen, mißbilligen, lehnen
  • αποδοτικός στα γερμανικά - wirkungsvoll, leistungsfähig, vergeltend, effizient, belohnend, wirtschaftlich, effiziente, ...
  • αποδοτικότητα στα γερμανικά - leistungsfähigkeit, effizienz, Leistungsfähigkeit, Wirksamkeit, Effizienz, Wirkungsgrad
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμασία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ungunst, Missbilligung, Ablehnung, Missfallen