Αποδοκιμασία στα πολωνικά
Μετάφραση: αποδοκιμασία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dezaprobata, nieprzychylność, Disapproval, dezaprobatę, dezaprobaty, odrzucenia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοκιμασία
αποδοκιμασία αντώνυμο, αποδοκιμασία νταλάρα, αποδοκιμασία συνώνυμα, αποδοκιμασία λεξικό γλώσσας πολωνικά, αποδοκιμασία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αποδημώ στα πολωνικά - przejść, koczować, wędrować, przesiedlać, emigrować, wyemigrować, migrować, ...
- αποδοκιμάζω στα πολωνικά - przeciwdziałać, odżegnywać, wypominać, ganić, strofować, karcić, potępiać, ...
- αποδοτικός στα πολωνικά - sprawny, zdolny, dochodowy, wydolny, wydajny, skuteczny, operatywny, ...
- αποδοτικότητα στα πολωνικά - efektywność, efekciarstwo, skuteczność, wydajność, sprawność, efektywności
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμασία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dezaprobata, nieprzychylność, Disapproval, dezaprobatę, dezaprobaty, odrzucenia
Μεταφράσεις: dezaprobata, nieprzychylność, Disapproval, dezaprobatę, dezaprobaty, odrzucenia