Αποδοκιμασία στα δανικά

Μετάφραση: αποδοκιμασία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
misbilligelse, Disapproval, utilfredshed, forkastelse, mishag
Αποδοκιμασία στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοκιμασία

αποδοκιμασία αντώνυμο, αποδοκιμασία νταλάρα, αποδοκιμασία συνώνυμα, αποδοκιμασία λεξικό γλώσσας δανικά, αποδοκιμασία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποδημώ στα δανικά - emigrere, udvandre, udvandrer, at emigrere, at udvandre
  • αποδοκιμάζω στα δανικά - misbilliger, afvise, afviser, misbillige, er imod
  • αποδοτικός στα δανικά - effektiv, effektive, effektivt, en effektiv
  • αποδοτικότητα στα δανικά - effektivitet, effektiviteten, effektiv, virkningsgrad, effektivt
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμασία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: misbilligelse, Disapproval, utilfredshed, forkastelse, mishag