Αποδοκιμασία στα τσεχικά
Μετάφραση: αποδοκιμασία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nesouhlas, Disapproval, zamítnutí, neschválení, nesouhlasu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοκιμασία
αποδοκιμασία αντώνυμο, αποδοκιμασία νταλάρα, αποδοκιμασία συνώνυμα, αποδοκιμασία λεξικό γλώσσας τσεχικά, αποδοκιμασία στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αποδημώ στα τσεχικά - přenést, emigrovat, emigraci, vystěhovat, emigrace, emigrují
- αποδοκιμάζω στα τσεχικά - odsuzovat, zavrhovat, napomínat, vytýkat, zavrhnout, vytknout, vypískat, ...
- αποδοτικός στα τσεχικά - schopný, účinný, zdatný, dělný, efektivní, prospěšný, pohotový, ...
- αποδοτικότητα στα τσεχικά - efektivnost, účinnost, účinnosti, efektivita, výkonnost
Τυχαίες λέξεις
Αποδοκιμασία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: nesouhlas, Disapproval, zamítnutí, neschválení, nesouhlasu
Μεταφράσεις: nesouhlas, Disapproval, zamítnutí, neschválení, nesouhlasu