Θελκτικός στα γερμανικά
Μετάφραση: θελκτικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verführerisch, Abrufen, Abholen, holen, holen von, Abrufen von
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θελκτικός
θελκτικός συνώνυμα, θελκτικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, θελκτικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- θεατής στα γερμανικά - zuschauer, schaulustiger, Zuschauer, Betrachter, Viewer, Betrachters
- θεατρικός στα γερμανικά - theatralisch, Theater, Kino, theatralischen
- θεμέλιο στα γερμανικά - gründung, grundlage, stiftung, fundament, unterbau, Gründung, Grundlage, ...
- θεματοφύλακας στα γερμανικά - treuhänder, sachwalter, sachverwalter, verwalter, Depot, Hinterlegungs, Depositar, ...
Τυχαίες λέξεις
Θελκτικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verführerisch, Abrufen, Abholen, holen, holen von, Abrufen von
Μεταφράσεις: verführerisch, Abrufen, Abholen, holen, holen von, Abrufen von