Θελκτικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: θελκτικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sækja, aðlaðandi, að sækja, ná í, að ná í
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θελκτικός
θελκτικός συνώνυμα, θελκτικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, θελκτικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- θεατής στα ισλανδικά - áhorfandi, áhorfandinn, notandinn, áhorfandann, Viewer
- θεατρικός στα ισλανδικά - leikræn, leikhús, leiklistar, leikhúshátíð
- θεμέλιο στα ισλανδικά - grundvöllur, grunnur, grunn, grunnurinn, undirstaða
- θεματοφύλακας στα ισλανδικά - vörslufyrirtæki, Vörsluaðili, Vörsluaðilinn, vörsluaðila er, vörslufyrirtÃ|ki
Τυχαίες λέξεις
Θελκτικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sækja, aðlaðandi, að sækja, ná í, að ná í
Μεταφράσεις: sækja, aðlaðandi, að sækja, ná í, að ná í