Λαχανιάζω στα γερμανικά
Μετάφραση: λαχανιάζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
keuchen, hecheln, Hose, pant
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαχανιάζω
λαχανιάζω συνώνυμο, λαχανιάζω εύκολα, λαχανιάζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, λαχανιάζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λατρεία στα γερμανικά - verehrung, anbeten, vergöttern, Anbetung, Gottesdienst, Verehrung, Kult, ...
- λατρεύω στα γερμανικά - verehrung, anbeten, vergöttern, Anbetung, Gottesdienst, Verehrung, Kult, ...
- λαχανικό στα γερμανικά - pflanzlich, gemüse, gemüsepflanze, pflanze, Gemüse, Pflanzen, pflanzlichen, ...
- λαχτάρα στα γερμανικά - flehend, verlangen, sehnsucht, sehnsüchtig, sehnend, Verlangen, Gier, ...
Τυχαίες λέξεις
Λαχανιάζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: keuchen, hecheln, Hose, pant
Μεταφράσεις: keuchen, hecheln, Hose, pant