Λαχανιάζω στα δανικά
Μετάφραση: λαχανιάζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bukser, Pant, Buks, stønne
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαχανιάζω
λαχανιάζω συνώνυμο, λαχανιάζω εύκολα, λαχανιάζω λεξικό γλώσσας δανικά, λαχανιάζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- λατρεία στα δανικά - dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse
- λατρεύω στα δανικά - dyrke, tilbedelse, gudstjeneste, tilbede, tilbedelsen, gudsdyrkelse
- λαχανικό στα δανικά - vegetabilsk, grønsager, grøntsag, vegetabilske, grøntsager, grøntsagssektoren
- λαχτάρα στα δανικά - begær, attrå, trang, trangen, lyst
Τυχαίες λέξεις
Λαχανιάζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bukser, Pant, Buks, stønne
Μεταφράσεις: bukser, Pant, Buks, stønne