Λαχανιάζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λαχανιάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pânico, impar, arfar, latejar, pant, calça, cuecas
Λαχανιάζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαχανιάζω

λαχανιάζω συνώνυμο, λαχανιάζω εύκολα, λαχανιάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λαχανιάζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λατρεία στα πορτογαλικά - idolatrar, preocupação, adorar, preocupar, adoração, afligir, reverenciar, ...
  • λατρεύω στα πορτογαλικά - adorar, adoração, idolatrar, afligir, preocupar, preocupação, reverenciar, ...
  • λαχανικό στα πορτογαλικά - vitela, legume, hortaliça, vegetal, vegetais, legumes, produtos hortícolas
  • λαχτάρα στα πορτογαλικά - comprido, saudades, ânsia, desejo, anseio, o desejo, fissura
Τυχαίες λέξεις
Λαχανιάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pânico, impar, arfar, latejar, pant, calça, cuecas