Συνεισφορά στα γερμανικά
Μετάφραση: συνεισφορά, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beitrag, kontribution, schenkung, Beitrag, Beiträge, Beitrags
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεισφορά
συνεισφορά των εφοπλιστών, συνεισφορά σημασια, συνεισφορά κληρονομικό δίκαιο, συνεισφορά translation, συνεισφορά συνώνυμο, συνεισφορά λεξικό γλώσσας γερμανικά, συνεισφορά στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- συνειδητά στα γερμανικά - bewusst, bewußt, bewusst zu, bewusste, absichtlich
- συνεισφέρω στα γερμανικά - beitragen, tragen, beizutragen, Beitrag
- συνενώνω στα γερμανικά - fügen, zusammenfügen, verbindung, mitmachen, verknüpfung, kombinieren, gesellen, ...
- συνεπάγομαι στα γερμανικά - bedeuten, implizieren, bedeutet, impliziert
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφορά στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: beitrag, kontribution, schenkung, Beitrag, Beiträge, Beitrags
Μεταφράσεις: beitrag, kontribution, schenkung, Beitrag, Beiträge, Beitrags