Συνεισφορά στα τσεχικά
Μετάφραση: συνεισφορά, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přispívání, přínos, příspěvek, vklad, článek, přispění, spoluúčast, příspěvku, příspěvkem, podíl
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεισφορά
συνεισφορά των εφοπλιστών, συνεισφορά σημασια, συνεισφορά κληρονομικό δίκαιο, συνεισφορά translation, συνεισφορά συνώνυμο, συνεισφορά λεξικό γλώσσας τσεχικά, συνεισφορά στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- συνειδητά στα τσεχικά - vědomě, uvědoměle, záměrně, se vědomě, vědomé
- συνεισφέρω στα τσεχικά - přispívat, přispět, přispívají, přispívá, přispěje
- συνενώνω στα τσεχικά - připojit, sloučit, přidat, šev, svázat, spojit, semknout, ...
- συνεπάγομαι στα τσεχικά - vyžadovat, způsobit, naznačovat, zahrnovat, znamenat, znamenalo
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφορά στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přispívání, přínos, příspěvek, vklad, článek, přispění, spoluúčast, příspěvku, příspěvkem, podíl
Μεταφράσεις: přispívání, přínos, příspěvek, vklad, článek, přispění, spoluúčast, příspěvku, příspěvkem, podíl