Συνεισφορά στα δανικά
Μετάφραση: συνεισφορά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bidrag, bidraget, tilskud, bidrage
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεισφορά
συνεισφορά των εφοπλιστών, συνεισφορά σημασια, συνεισφορά κληρονομικό δίκαιο, συνεισφορά translation, συνεισφορά συνώνυμο, συνεισφορά λεξικό γλώσσας δανικά, συνεισφορά στα δανικά
Μεταφράσεις
- συνειδητά στα δανικά - bevidst, bevidst at
- συνεισφέρω στα δανικά - bidrage, bidrager, bidrage til, medvirke, at bidrage
- συνενώνω στα δανικά - forene, binde, samle, konglomerat, konglomerats, konglomeratet, konglomerater
- συνεπάγομαι στα δανικά - indebære, indebærer, medføre, betyde
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφορά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bidrag, bidraget, tilskud, bidrage
Μεταφράσεις: bidrag, bidraget, tilskud, bidrage