Συνεισφορά στα ιταλικά

Μετάφραση: συνεισφορά, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contributo, contributi, partecipazione, apporto, il contributo
Συνεισφορά στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεισφορά

συνεισφορά των εφοπλιστών, συνεισφορά σημασια, συνεισφορά κληρονομικό δίκαιο, συνεισφορά translation, συνεισφορά συνώνυμο, συνεισφορά λεξικό γλώσσας ιταλικά, συνεισφορά στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • συνειδητά στα ιταλικά - consapevolmente, coscientemente, consciamente, consapevole, cosciente
  • συνεισφέρω στα ιταλικά - contribuire, contrinuire, contribuirà, contributo, contribuisce
  • συνενώνω στα ιταλικά - accomunare, connettere, giuntura, unirsi, raggiungere, unire, collegare, ...
  • συνεπάγομαι στα ιταλικά - implicare, implica, implicano, comportare, implicherebbe
Τυχαίες λέξεις
Συνεισφορά στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: contributo, contributi, partecipazione, apporto, il contributo