Αιχμηρός στα δανικά
Μετάφραση: αιχμηρός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spids, spiky, strittende, piggede, stikkende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμηρός
αιχμηρός συνώνυμο, αιχμηρός λεξικό γλώσσας δανικά, αιχμηρός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αιχμαλωσία στα δανικά - fange, fangenskab, fangenskab med, Fangenskabet
- αιχμαλωτίζω στα δανικά - fange, capture, opsamling, indfangning, fangst
- αιωνιότητα στα δανικά - evighed, uendelighed, evigheden, evighedens, al evighed, evigt
- αιώνας στα δανικά - århundrede, tallet, århundredes
Τυχαίες λέξεις
Αιχμηρός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spids, spiky, strittende, piggede, stikkende
Μεταφράσεις: spids, spiky, strittende, piggede, stikkende