Αιχμηρός στα ουκρανικά

Μετάφραση: αιχμηρός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гострий, загострений, гострокінцевий, гострокінцеві, гостроконечний
Αιχμηρός στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμηρός

αιχμηρός συνώνυμο, αιχμηρός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αιχμηρός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αιχμαλωσία στα ουκρανικά - підкорити, оволодіти, захоплювати, захопити, полон, полону
  • αιχμαλωτίζω στα ουκρανικά - підкорити, захопити, захоплювати, оволодіти, захоплення, захват
  • αιωνιότητα στα ουκρανικά - вічність, безкраїсть, навічно, вечность
  • αιώνας στα ουκρανικά - сотня, вік, століття, сторіччя, повік, век
Τυχαίες λέξεις
Αιχμηρός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: гострий, загострений, гострокінцевий, гострокінцеві, гостроконечний