Αιχμηρός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αιχμηρός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spits, puntig, stekelige, spiky, stekelig, puntige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμηρός
αιχμηρός συνώνυμο, αιχμηρός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αιχμηρός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αιχμαλωσία στα ολλανδικά - pakken, inbeslagneming, innemen, beetkrijgen, vatten, vastpakken, vangen, ...
- αιχμαλωτίζω στα ολλανδικά - beetkrijgen, vangen, beetnemen, vastpakken, innemen, vatten, inbeslagneming, ...
- αιωνιότητα στα ολλανδικά - oneindigheid, onvergankelijkheid, eeuwigheid, de eeuwigheid, eeuwig, eeuwige
- αιώνας στα ολλανδικά - honderd, eeuw, eeuwse, eeuws
Τυχαίες λέξεις
Αιχμηρός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spits, puntig, stekelige, spiky, stekelig, puntige
Μεταφράσεις: spits, puntig, stekelige, spiky, stekelig, puntige