Αιχμηρός στα πολωνικά

Μετάφραση: αιχμηρός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spiczasty, ostry, zaostrzony, stanowczy, surowy, szpiczasty, uszczypliwy, kolczasty, ciernisty, spiky, kolczaste, kolec
Αιχμηρός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμηρός

αιχμηρός συνώνυμο, αιχμηρός λεξικό γλώσσας πολωνικά, αιχμηρός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αιχμαλωσία στα πολωνικά - pojmać, zdobyć, zawładnięcie, chwytanie, opanowywać, łup, uchwycić, ...
  • αιχμαλωτίζω στα πολωνικά - łup, zniewalać, wychwyt, zdobycie, zawładnięcie, uchwycić, zdobycz, ...
  • αιωνιότητα στα πολωνικά - wieczne, wieczność, wiek, wieczności, wiecznością, eternity
  • αιώνας στα πολωνικά - wiek, stulecie, wieku, wieczny, wiecznym
Τυχαίες λέξεις
Αιχμηρός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: spiczasty, ostry, zaostrzony, stanowczy, surowy, szpiczasty, uszczypliwy, kolczasty, ciernisty, spiky, kolczaste, kolec