Αιχμηρός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αιχμηρός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
востраканечны
Αιχμηρός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμηρός

αιχμηρός συνώνυμο, αιχμηρός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αιχμηρός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αιχμαλωσία στα λευκορωσικά - узяць, палон
  • αιχμαλωτίζω στα λευκορωσικά - узяць, захоп
  • αιωνιότητα στα λευκορωσικά - вечнасць, вечнасьць, вечность
  • αιώνας στα λευκορωσικά - сталецьце, стагоддзе, век, ст, стагодзьдзе, павекаў
Τυχαίες λέξεις
Αιχμηρός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: востраканечны