Αιχμηρός στα λιθουανικά
Μετάφραση: αιχμηρός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smailas, nenuolaidus, dygus, Kłosokształtny, Ciernisty
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αιχμηρός
αιχμηρός συνώνυμο, αιχμηρός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αιχμηρός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αιχμαλωσία στα λιθουανικά - nelaisvė, ištremtuosius, nelaisvės, nelaisvę, belaisvius
- αιχμαλωτίζω στα λιθουανικά - užfiksuoti, surinkimo, fiksavimo, gaudyti, Capture
- αιωνιότητα στα λιθουανικά - amžinybė, begalybė, amžinybės, amžinybę, amžinybėje, amžinumo
- αιώνας στα λιθουανικά - amžius, šimtmetis, a, amžiaus, amžiuje, century
Τυχαίες λέξεις
Αιχμηρός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: smailas, nenuolaidus, dygus, Kłosokształtny, Ciernisty
Μεταφράσεις: smailas, nenuolaidus, dygus, Kłosokształtny, Ciernisty