Αιχμηρός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αιχμηρός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espetado, espetados, spiky, picos, pontiagudo
Αιχμηρός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αιχμηρός

αιχμηρός συνώνυμο, αιχμηρός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αιχμηρός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αιχμαλωσία στα πορτογαλικά - aprisionar, prender, apanhar, confiscação, cativeiro, captiveiro, o cativeiro, ...
  • αιχμαλωτίζω στα πορτογαλικά - aprisionar, apanhar, prender, confiscação, captura, de captura, captura de, ...
  • αιωνιότητα στα πορτογαλικά - eternidade, a eternidade, eternity, toda a eternidade
  • αιώνας στα πορτογαλικά - século, do século, séc
Τυχαίες λέξεις
Αιχμηρός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: espetado, espetados, spiky, picos, pontiagudo